εὐθύγνωμος

εὐθύγνωμος
εὐθύγνωμος
straightforward
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθύγνωμος — εὐθύγνωμος, ον (Α) ειλικρινής, τίμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γνωμος (< γνώμη < γι γνώ σκω)] …   Dictionary of Greek

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

  • ευθυγνωμία — η [ευθύγνωμος] η ευθύτητα τής γνώμης, η ειλικρίνεια …   Dictionary of Greek

  • ευθυγνωμίας — εὐθυγνωμίας, ὁ (Α) μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ γνωμ (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας, κινηματ ίας) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”